- πρότροπος
- πρότροποςbefore the treadingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρότροπος — ὁ, Α (για οίνο) 1. κρασί που χύνεται από στιβαγμένα σταφύλια πριν αυτά πατηθούν 2. κρασί που προέρχεται από σταφύλια ξεραμένα επάνω στα κλήματα 3. ο γλυκός οίνος τής Λέσβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τροπος < ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *trep… … Dictionary of Greek
προτρόπου — πρότροπος before the treading masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρόπους — πρότροπος before the treading masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρόπῳ — πρότροπος before the treading masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρότροπον — πρότροπος before the treading masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράμνειος — και πράμνιος, ὁ, ἡ, Α (ενν. οἶνος) 1. είδος δυνατού, πιθανώς κόκκινου, κρασιού, εξαιρετικής ποιότητας, το οποίο πήρε την ονομασία του από το όρος Πράμνη τής Ικαρίας ή από την ονομασία τόπου κοντά στην Έφεσο ή στη Σμύρνη ή στη Λέσβο 2. κρασί… … Dictionary of Greek
πρότραπος — ὁ, Α πρότροπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τραπέω «πατώ σταφύλια»] … Dictionary of Greek
πρότροπα — Α (κατά τον Ησύχ.) «θυσίας εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρότροπος] … Dictionary of Greek